-
1 dem
στιγμή, χρόνος -
2 lahza
στιγμή, λεπτό -
3 moment
στιγμή -
4 instant
στιγμή -
5 moment
στιγμή -
6 okamžik
στιγμή -
7 moment
στιγμή -
8 минута
мину́т||аж в разн. знач. τό λεπτό, ἡ στιγμή:десять мину́т пятого τέσσαρες καί δέκα (λεπτά)· без двадцати́ мину́т восемь ὁχτώ παρά είκοσι· через пять I мину́т я ухожу́ μετά πέντε λεπτά φεύγω· через пять мину́т будь готов σέ πέντε λεπτά νά είσαι ἔτοιμος· в данную \минутау αὐτή τή στιγμή· в последнюю \минутау τήν τελευταία στιγμή· \минута в \минутау ἀκριβῶς στήν ῶρα· с \минутаы на \минутау ἀπό στιγμή σέ στιγμή· в одну́ \минутау μέσα σ· ἕνα λεπτό, σέ μιά στιγμή· подождите одну́ \минутау περιμένετε μιά στιγμή· сию \минутау ἀμέσως, μιά στιγμή· каждую \минутау κάθε λεπτό· с той \минутаы ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, ἀπό τότε· в свободную \минутау σ'ἐλεύθερη ὠρα, ὀταν θά ἔχω καιρό· у меня нет ни одной свободной \минутаы δέν ἔχω ἐλεύθερη ὁὔτε μιά στιγμή. -
9 минута
-ы θ.1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•
сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•
подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•
с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.
2. η στιγμή•роковая минута μοιραία στιγμή•
решительная минута αποφασιστική στιγμή•
в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•
в данную -у στη δοσμένη στιγμή•
на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•
настоящая минута αυτή η στιγμή•
в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•
в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).
3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.εκφρ.в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•- у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό). -
10 момент
-а α.1. στιγμή•в благоприятный ή в подходящий момент στην κατάλληλη στιγμή•
выби- рать момент διαλέγω την (κατάλληλη) στιγμή•
текущий ή настоящий момент η παρούσα κατάσταση.
2. καιρός, ώρα•наступил момент обеда ήρθε η ώρα του φαγητού.
3. πλευρά•положительные -Η οι θετικές πλευρές•
отрицательные -ы οι αρνητικές πλευρές.
4. ωςεπίρ. -ом αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο.εκφρ.в (один) момент – αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο•в данный момент – στη δοσμένη περίσταση•в любой момент – (σε) οποιαδήποτε ώρα και στιγμή. -
11 момент
моментм1. ἡ στιγμή:в один \момент σέ μιά στιγμή, αὐτοστιγμεί· в настоящий \момент ἡ παρούσα στιγμή· текущий \момент ἡ σημερινή κατάσταση· удобный \момент ἡ κατάλληλη στιγμή· упустить \момент χάνω τήν εὐκαιρία[ν]· воспользоваться \моментом ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας· в тот \момент, когда... τή στιγμή πού..., τήν ὠρα πού...·2. (отдельная сторона какого-л. явления) τό στοιχεῖο[ν], ἡ πλευρά:отрицательный \моментτό ἐλάττωμα, ἡ ἀρνητική πλευρά·3. физ. τό σημείο[ν]:\момент инерции τό σημεῖο[ν] ἀδράνειας. -
12 миг
-а α.στιγμή•в один миг στη στιγμή•
в тот же миг την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα•
ни на миг ούτε στιγμή.
|| χρόνος, καιρός•настал миг ήρθε η στιγμή.
-
13 миг
-
14 момент
момент м η στιγμή* удобный \момент η κατάλληλη στιγμή* * *мη στιγμήудо́бный моме́нт — η κατάλληλη στιγμή
-
15 point
[point] 1. noun1) (the sharp end of anything: the point of a pin; a sword point; at gunpoint (= threatened by a gun).) αιχμή,άκρη,μύτη2) (a piece of land that projects into the sea etc: The ship came round Lizard Point.) ακρωτήρι,κάβος3) (a small round dot or mark (.): a decimal point; five point three six (= 5.36); In punctuation, a point is another name for a full stop.) σημείο,στιγμή,τελεία4) (an exact place or spot: When we reached this point of the journey we stopped to rest.) σημείο5) (an exact moment: Her husband walked in at that point.) στιγμή6) (a place on a scale especially of temperature: the boiling-point of water.) σημείο,βαθμός,στιγμή,υποδιαίρεση7) (a division on a compass eg north, south-west etc.) σημείο σε πυξίδα8) (a mark in scoring a competition, game, test etc: He has won by five points to two.) πόντος9) (a particular matter for consideration or action: The first point we must decide is, where to meet; That's a good point; You've missed the point; That's the whole point; We're wandering away from the point.) θέμα,ζήτημα/επιχείρημα10) ((a) purpose or advantage: There's no point (in) asking me - I don't know.) λόγος,σκοπιμότητα11) (a personal characteristic or quality: We all have our good points and our bad ones.) στοιχείο,χαρακτηριστικό12) (an electrical socket in a wall etc into which a plug can be put: Is there only one electrical point in this room?) ρευματοδότης,πρίζα2. verb1) (to aim in a particular direction: He pointed the gun at her.) σημαδεύω,στρέφω2) (to call attention to something especially by stretching the index finger in its direction: He pointed (his finger) at the door; He pointed to a sign.) δείχνω3) (to fill worn places in (a stone or brick wall etc) with mortar.) αρμολογώ,γεμίζω τα κενά•- pointed- pointer
- pointless
- pointlessly
- points
- be on the point of
- come to the point
- make a point of
- make one's point
- point out
- point one's toes -
16 вмиг
επίρ.στη στιγμή, μέσα σε μια στιγμή, ακαριαία•вмиг все пропало στη στιγμή το παν χάθηκε.
-
17 мгновение
-я ουδ.στιγμή•на мгновение στη στιγμή, στο μομέντο.
|| καιρός, χρόνος.εκφρ.в одно мгновение – πάραυτα, αυτοστιγμεί, ακαριαία•в мгновение ока – εν ριπή οφθαλμού•в то же мгновение – την ίδια; στιγμή, ταυτόχρονα. -
18 вмиг
-
19 ежеминутно
-
20 кстати
кстати 1. (уместно) ( ακριβώς) στην ώρα· прийти \кстати έρχομαι στην ώρα· вы пришли очень \кстати ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή 2. вводн. слово; где он, \кстати? πού είναι, αλήθεια, αυτός;* * *1.( уместно) (ακριβώς) στην ώραприйти́ кста́ти — έρχομαι στην ώρα
2.вы пришли́ о́ченькста́ти — ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή
вводн. Словогде он, кста́ти? — πού είναι, αλήθεια, αυτός
См. также в других словарях:
στιγμῇ — στιγμή spot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμή — spot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
στιγμή — η 1. ελάχιστη χρονική διάρκεια: Έφτασε στη στιγμή. – Σε μια στιγμή το σπίτι έπεσε. 2. κατάλληλος χρόνος, ευκαιρία: Ήρθε η στιγμή να πάρεις εκδίκηση. 3. σημείο στίξης: Στο τέλος ενός κώλου περιόδου βάζουμε άνω στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στίγμη αἱματίνη ἐν τῷ λευκῷ ἡ καρδία: τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον πηδᾷ καὶ κινεῖται, ὥσπερ ἔμψυχον. — См. Животрепещущий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
στιγμαῖς — στιγμή spot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμαί — στιγμή spot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμῆς — στιγμή spot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμήν — στιγμή spot fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμῶν — στιγμή spot fem gen pl στιγμός pricking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek