Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η στιγμή

  • 1 dem

    στιγμή, χρόνος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > dem

  • 2 lahza

    στιγμή, λεπτό

    Türkçe-Yunanca Sözlük > lahza

  • 3 moment

    στιγμή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > moment

  • 4 instant

    στιγμή

    Dictionnaire Français-Grec > instant

  • 5 moment

    στιγμή

    Dictionnaire Français-Grec > moment

  • 6 okamžik

    στιγμή

    Česká-řecký slovník > okamžik

  • 7 moment

    στιγμή

    English-Greek new dictionary > moment

  • 8 минута

    мину́т||а
    ж в разн. знач. τό λεπτό, ἡ στιγμή:
    десять мину́т пятого τέσσαρες καί δέκα (λεπτά)· без двадцати́ мину́т восемь ὁχτώ παρά είκοσι· через пять I мину́т я ухожу́ μετά πέντε λεπτά φεύγω· через пять мину́т будь готов σέ πέντε λεπτά νά είσαι ἔτοιμος· в данную \минутау αὐτή τή στιγμή· в последнюю \минутау τήν τελευταία στιγμή· \минута в \минутау ἀκριβῶς στήν ῶρα· с \минутаы на \минутау ἀπό στιγμή σέ στιγμή· в одну́ \минутау μέσα σ· ἕνα λεπτό, σέ μιά στιγμή· подождите одну́ \минутау περιμένετε μιά στιγμή· сию \минутау ἀμέσως, μιά στιγμή· каждую \минутау κάθε λεπτό· с той \минутаы ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, ἀπό τότε· в свободную \минутау σ'ἐλεύθερη ὠρα, ὀταν θά ἔχω καιρό· у меня нет ни одной свободной \минутаы δέν ἔχω ἐλεύθερη ὁὔτε μιά στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > минута

  • 9 минута

    θ.
    1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•

    он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•

    сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•

    подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•

    с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.

    2. η στιγμή•

    роковая минута μοιραία στιγμή•

    решительная минута αποφασιστική στιγμή•

    в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•

    в данную -у στη δοσμένη στιγμή•

    на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•

    настоящая минута αυτή η στιγμή•

    в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•

    в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).

    3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.
    4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.
    εκφρ.
    в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•
    в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•
    в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•
    - у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•
    без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•
    без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•
    как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό).

    Большой русско-греческий словарь > минута

  • 10 момент

    α.
    1. στιγμή•

    в благоприятный ή в подходящий момент στην κατάλληλη στιγμή•

    выби- рать момент διαλέγω την (κατάλληλη) στιγμή•

    текущий ή настоящий момент η παρούσα κατάσταση.

    2. καιρός, ώρα•

    наступил момент обеда ήρθε η ώρα του φαγητού.

    3. πλευρά•

    положительные -Η οι θετικές πλευρές•

    отрицательные -ы οι αρνητικές πλευρές.

    4. ως
    επίρ. -ом αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο.
    εκφρ.
    в (один) момент – αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο•
    в данный момент – στη δοσμένη περίσταση•
    в любой момент – (σε) οποιαδήποτε ώρα και στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > момент

  • 11 момент

    момент
    м
    1. ἡ στιγμή:
    в один \момент σέ μιά στιγμή, αὐτοστιγμεί· в настоящий \момент ἡ παρούσα στιγμή· текущий \момент ἡ σημερινή κατάσταση· удобный \момент ἡ κατάλληλη στιγμή· упустить \момент χάνω τήν εὐκαιρία[ν]· воспользоваться \моментом ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας· в тот \момент, когда... τή στιγμή πού..., τήν ὠρα πού...·
    2. (отдельная сторона какого-л. явления) τό στοιχεῖο[ν], ἡ πλευρά:
    отрицательный \моментτό ἐλάττωμα, ἡ ἀρνητική πλευρά·
    3. физ. τό σημείο[ν]:
    \момент инерции τό σημεῖο[ν] ἀδράνειας.

    Русско-новогреческий словарь > момент

  • 12 миг

    α.
    στιγμή•

    в один миг στη στιγμή•

    в тот же миг την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα•

    ни на миг ούτε στιγμή.

    || χρόνος, καιρός•

    настал миг ήρθε η στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > миг

  • 13 миг

    миг м η στιγμή· в один \миг σε μία στιγμή
    * * *
    м
    η στιγμή

    в оди́н миг — σε μια στιγμή

    Русско-греческий словарь > миг

  • 14 момент

    момент м η στιγμή* удобный \момент η κατάλληλη στιγμή
    * * *
    м
    η στιγμή

    удо́бный моме́нт — η κατάλληλη στιγμή

    Русско-греческий словарь > момент

  • 15 point

    [point] 1. noun
    1) (the sharp end of anything: the point of a pin; a sword point; at gunpoint (= threatened by a gun).) αιχμή,άκρη,μύτη
    2) (a piece of land that projects into the sea etc: The ship came round Lizard Point.) ακρωτήρι,κάβος
    3) (a small round dot or mark (.): a decimal point; five point three six (= 5.36); In punctuation, a point is another name for a full stop.) σημείο,στιγμή,τελεία
    4) (an exact place or spot: When we reached this point of the journey we stopped to rest.) σημείο
    5) (an exact moment: Her husband walked in at that point.) στιγμή
    6) (a place on a scale especially of temperature: the boiling-point of water.) σημείο,βαθμός,στιγμή,υποδιαίρεση
    7) (a division on a compass eg north, south-west etc.) σημείο σε πυξίδα
    8) (a mark in scoring a competition, game, test etc: He has won by five points to two.) πόντος
    9) (a particular matter for consideration or action: The first point we must decide is, where to meet; That's a good point; You've missed the point; That's the whole point; We're wandering away from the point.) θέμα,ζήτημα/επιχείρημα
    10) ((a) purpose or advantage: There's no point (in) asking me - I don't know.) λόγος,σκοπιμότητα
    11) (a personal characteristic or quality: We all have our good points and our bad ones.) στοιχείο,χαρακτηριστικό
    12) (an electrical socket in a wall etc into which a plug can be put: Is there only one electrical point in this room?) ρευματοδότης,πρίζα
    2. verb
    1) (to aim in a particular direction: He pointed the gun at her.) σημαδεύω,στρέφω
    2) (to call attention to something especially by stretching the index finger in its direction: He pointed (his finger) at the door; He pointed to a sign.) δείχνω
    3) (to fill worn places in (a stone or brick wall etc) with mortar.) αρμολογώ,γεμίζω τα κενά
    - pointer
    - pointless
    - pointlessly
    - points
    - be on the point of
    - come to the point
    - make a point of
    - make one's point
    - point out
    - point one's toes

    English-Greek dictionary > point

  • 16 вмиг

    επίρ.
    στη στιγμή, μέσα σε μια στιγμή, ακαριαία•

    вмиг все пропало στη στιγμή το παν χάθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > вмиг

  • 17 мгновение

    ουδ.
    στιγμή•

    на мгновение στη στιγμή, στο μομέντο.

    || καιρός, χρόνος.
    εκφρ.
    в одно мгновение – πάραυτα, αυτοστιγμεί, ακαριαία•
    в мгновение ока – εν ριπή οφθαλμού•
    в то же мгновение – την ίδια; στιγμή, ταυτόχρονα.

    Большой русско-греческий словарь > мгновение

  • 18 вмиг

    Русско-греческий словарь > вмиг

  • 19 ежеминутно

    Русско-греческий словарь > ежеминутно

  • 20 кстати

    кстати 1. (уместно) ( ακριβώς) στην ώρα· прийти \кстати έρχομαι στην ώρα· вы пришли очень \кстати ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή 2. вводн. слово; где он, \кстати? πού είναι, αλήθεια, αυτός;
    * * *
    1.
    ( уместно) (ακριβώς) στην ώρα

    прийти́ кста́ти — έρχομαι στην ώρα

    вы пришли́ о́ченькста́ти — ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή

    2.
    вводн. Слово

    где он, кста́ти? — πού είναι, αλήθεια, αυτός

    Русско-греческий словарь > кстати

См. также в других словарях:

  • στιγμῇ — στιγμή spot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμή — spot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… …   Dictionary of Greek

  • στιγμή — η 1. ελάχιστη χρονική διάρκεια: Έφτασε στη στιγμή. – Σε μια στιγμή το σπίτι έπεσε. 2. κατάλληλος χρόνος, ευκαιρία: Ήρθε η στιγμή να πάρεις εκδίκηση. 3. σημείο στίξης: Στο τέλος ενός κώλου περιόδου βάζουμε άνω στιγμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στίγμη αἱματίνη ἐν τῷ λευκῷ ἡ καρδία: τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον πηδᾷ καὶ κινεῖται, ὥσπερ ἔμψυχον. — См. Животрепещущий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • στιγμαῖς — στιγμή spot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμαί — στιγμή spot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμῆς — στιγμή spot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμήν — στιγμή spot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμῶν — στιγμή spot fem gen pl στιγμός pricking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»